- σελιδώνω
- [-ώ (ο)] μετ.1) верстать; 2) нумеровать страницы (книги)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σελιδώνω — Ν σελιδοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελίδα. Η λ., στον λόγιο τ. σελιδῶ, μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
σελιδώνω — σελίδωσα 1. σελιδοποιώ. 2. αριθμώ σελίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σελίδωση — η, Ν [σελιδώνω] σελιδοποίηση … Dictionary of Greek